- τανύγλωσσος
- -ον, Α1. αυτός που έχει τεντωμένη και μακριά γλώσσα2. φλύαρος, λάλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς βλ. λ. τείνω) + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πολύ-γλωσσος. Για το θ. τού α' συνθετικού βλ. λ. τάνυμαι].
Dictionary of Greek. 2013.